- στοιχίζω
- ΝΑ [στοῑχος]βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζωνεοελλ.1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ»)2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο θάνατος τού παιδιού του»)3. φρ. «δεν μού στοιχίζει» — δεν δίνω σημασία σε κάτι, δεν θεωρώ κάτι ως σπουδαίο («δεν τού στοιχίζει τίποτε να σέ αφήσει στα κρύα τού λουτρού»)αρχ.1. μπήγω στη σειρά πασσάλους με βρόχους για να πιάσω θήραμα («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, ὅπως ἄν μή ὑπερπηδᾷ», Ξεν.)2.μτφ. κατατάσσω, διευθετώ συστηματικά, ταξινομώ («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.)3. παθ. στοιχίζομαιείμαι ταγμένος σε ορισμένη σειρά.
Dictionary of Greek. 2013.